- υπερτερία
- ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. ὑπερτερίη Α [ὑπέρτερος]1. το τετράγωνο σανίδωμα, η ανώτερη επιφάνεια μιας άμαξας, όπου τοποθετούνται τα φορτία, σε αντιδιαστολή προς το τμήμα που αποτελείται από τον άξονα και τους τροχούς2. υπεροχή3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερτερίησινεωτερισμοῑςὑπερηφανίαις».
Dictionary of Greek. 2013.